λιβανάς

λιβανάς
ο (Α λιβανᾱς) [λιβάνι]
αυτός που πουλά λιβάνι, λιβανοπώλης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία …   Dictionary of Greek

  • λιβανοπώλης — ο (Α λιβανοπώλης, δωρ. τ. λιβανοπώλας) αυτός που πουλά λιβάνι, λιβανάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίβανος + πώλης (< πωλῶ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”